- θερμομετρούμαι
- θερμομετρούμαι, θερμομετρήθηκα, θερμομετρημένος βλ. πίν. 74——————Σημειώσεις:θερμομετρούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59
), κυρίως στον παρατατικό (θερμομετριόμουν).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.